ΣΟΤΕ (sauté)

« Back to Glossary Index« Back to Glossary Index
Τρόπος μαγειρέματος κατά τον οποίο το τρόφιμο μαγειρεύεται σε υψηλή θερμοκρασία, κυρίως σε τηγάνι, με τη χρήση μικρής ποσότητας λίπους (ελαιόλαδο, ηλιέλαιο κ.λπ.). Στο σοτάρισμα είναι επιθυμητή η ανάπτυξη σωστού έντονου χρώματος στο τρόφιμο, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ιδιαίτερη γεύση και υφή που διαφοροποιεί τη συγκεκριμένη τεχνική από άλλες.
Synonyms:
σοτάρουμε, Σοτάρω, σοτέ, Σοτάρισμα