Al dente
« Back to Glossary Index« Back to Glossary Index
Τρόπος-όριο βρασίματος συνήθως ζυμαρικών αλλά και λαχανικών τα οποία κρατάνε την σκληρότητά τους στο όριο!
Synonyms:
αλ ντέντε, αλλ ντέντε
Τρόπος-όριο βρασίματος συνήθως ζυμαρικών αλλά και λαχανικών τα οποία κρατάνε την σκληρότητά τους στο όριο!