[weglot_switcher]

Κέρωμα

« Back to Glossary Index

Το κέρωµα της επιφάνειας των οπωροκηπευτικών προϊόντων αποτελεί µία µέθοδο επεξεργασίας που χρησιµοποιείται για ορισµένα προϊόντα, στα οποία περιλαµβάνονται τα εσπεριδοειδή, τα µήλα, οι πιπεριές και τα αγγούρια. Καθυστερεί τον ρυθµό απώλειας υγρασίας ενώ διατηρεί τη σπαργή και την αφράτη υφή του και µπορεί να µεταβάλει την εσωτερική ατµόσφαιρα του προϊόντος.
Εφαρµόζεται κυρίως λόγω του αισθητικού της αποτελέσµατος: το κερί γυαλίζει την
επιδερµίδα και δίνει στα προϊόντα µία πιο λαµπερή όψη σε σύγκριση µε εκείνα που
δεν έχουν δεχτεί κέρωµα.

Synonyms:
κερωμα, κερωμένα
« Back to Glossary Index