Φουέ
« Back to Glossary Index« Back to Glossary Index
εργαλείο που στην άκρη έχει ράβδους σύρματος από την μια μεριά στην άλλη και όπου χτυπάμε, ρευστοποιημένα σώματα για να τα ομογενοποιήσουμε ή για να προσθέσουμε αέρα φέρνοντας το υλικό σε μια μορφή ποιο αέρινη και δίνοντας αφράτη υφή.
Synonyms:
Σύρμα, Αυγοδάρτης