Ρετουσάρω
« Back to Glossary Index« Back to Glossary Index
Διαδικασία που στην μαγειρική σημαίνει ότι, σιγοβράζω μια σάλτσα ή έναν ζωμό, σε χαμηλή συνήθως φωτιά, για να του δώσω ένταση στην γεύση ή να ελέγξω την πηκτικότητα, αν πρόκειται για σάλτσα.
Synonyms:
ρετουσάρει, ρετουσάρω, ρετούς, ρετουσάρουμε